- νυχτοπούλι
- τό1) совка (птица); 2) козодой (птица); 3) полуночник (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυχτοπούλι — το 1. γενική κοινή ονομασία τών νυκτόβιων πτηνών 2. αυτός που συνηθίζει να περνά τη νύχτα άγρυπνος και συνήθως έξω από το σπίτι του, ξενύχτης, νυκτόβιος … Dictionary of Greek
νυχτοπούλι — το νυχτόβιο πουλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροπούλι — το κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα γλαυκόμορφα νυκτόβια πτηνά, όπως είναι ο αιγωλιός, ο χούχουλας, το νυχτοπούλι κ.ά … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek